- αλκέλαφος
- Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό τρίχωμα, καστανό κοκκινωπό, με μερικά μόνο μαύρα σημάδια στο κεφάλι και στα πόδια. Έχει αφτιά μεγάλα και μακριά. Τα χοντρά του κέρατα ανοίγουν σε σχήμα λύρας και ενώ αρχικά υψώνονται ίσια, έπειτα λυγίζουν προς τα πίσω. Στην περιοχή του ποταμού Ζαμβέζη ζει το κόντσι (αλκέλαφος του Λιχτενστάιν). Συγγενικά είδη ζουν και σε άλλα μέρη της Αφρικής (Σουδάν, περιοχή Τσαντ, Αιθιοπία, Σομαλία, Τράνσβααλ κλπ.).
Τα ζώα αυτά προτιμούν τις στεπώδεις και υποερημικές ζώνες, όπου περιφέρονται σε κοπάδια, κάποτε μαζί με ζέβρες και στρουθοκαμήλους. Τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, πηδούν, συχνά όμως σταματούν και γυρίζουν πίσω για να κοιτάξουν ποιος τα καταδιώκει· αυτή τους η περιέργεια είναι κάποτε μοιραία, επειδή ευνοεί το ζώο που τους κάνει επίθεση.
Λείψανα απολιθωμένων α. βρέθηκαν σε στρώματα της πλειστόκαινης περιόδου του καινοζωικού αιώνα, ακόμη και στην Ευρώπη. Το γεγονός αποτελεί αδιάψευστη απόδειξη ότι οι α. είναι ένα από τα αρχαιότερα ζώα που επιβίωσαν έως τις μέρες μας.
Ο αλκέλαφος τορά ζει στην Αιθιοπία.
Dictionary of Greek. 2013.